Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναδοχή οι αναδοχές
      γενική της αναδοχής των αναδοχών
    αιτιατική την αναδοχή τις αναδοχές
     κλητική αναδοχή αναδοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναδοχή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναδοχή (ενέχυρο) < αρχαία ελληνική ἀναδέχομαι < δέχομαι, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική acceptation[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναδοχή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία