Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναδιανέμω < ανα- + διανέμω

  Ρήμα επεξεργασία

αναδιανέμω (παθητική φωνή: αναδιανέμομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία