Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναγνωστικό τα αναγνωστικά
      γενική του αναγνωστικού των αναγνωστικών
    αιτιατική το αναγνωστικό τα αναγνωστικά
     κλητική αναγνωστικό αναγνωστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναγνωστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναγνωστικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναγνωστικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αναγνωστικό