Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναγνωρίσιμος η αναγνωρίσιμη το αναγνωρίσιμο
      γενική του αναγνωρίσιμου της αναγνωρίσιμης του αναγνωρίσιμου
    αιτιατική τον αναγνωρίσιμο την αναγνωρίσιμη το αναγνωρίσιμο
     κλητική αναγνωρίσιμε αναγνωρίσιμη αναγνωρίσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναγνωρίσιμοι οι αναγνωρίσιμες τα αναγνωρίσιμα
      γενική των αναγνωρίσιμων των αναγνωρίσιμων των αναγνωρίσιμων
    αιτιατική τους αναγνωρίσιμους τις αναγνωρίσιμες τα αναγνωρίσιμα
     κλητική αναγνωρίσιμοι αναγνωρίσιμες αναγνωρίσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναγνωρίσιμος < αναγνωρίζω + -ιμος

  Επίθετο επεξεργασία

αναγνωρίσιμος -η -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία