Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναγκασμός οι αναγκασμοί
      γενική του αναγκασμού των αναγκασμών
    αιτιατική τον αναγκασμό τους αναγκασμούς
     κλητική αναγκασμέ αναγκασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναγκασμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναγκασμός αρσενικό

  • η ενέργεια του αναγκάζω, η επιβολή της θέλησής μου πάνω σε άλλον ώστε να κάνει κάτι που θέλω εγώ, το οποίο είναι αντίθετο στις δικές του επιθυμίες

  Μεταφράσεις επεξεργασία