Δείτε επίσης: ἀναγκαῖος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναγκαίος η αναγκαία το αναγκαίο
      γενική του αναγκαίου της αναγκαίας του αναγκαίου
    αιτιατική τον αναγκαίο την αναγκαία το αναγκαίο
     κλητική αναγκαίε αναγκαία αναγκαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναγκαίοι οι αναγκαίες τα αναγκαία
      γενική των αναγκαίων των αναγκαίων των αναγκαίων
    αιτιατική τους αναγκαίους τις αναγκαίες τα αναγκαία
     κλητική αναγκαίοι αναγκαίες αναγκαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναγκαίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναγκαῖος < ἀνάγκη (ανάγκη)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.naŋˈɟe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐γκαί‐ος
παλιότερος συλλαβισμός: α‐ναγ‐καί‐ος

  Επίθετο επεξεργασία

αναγκαίος

  Μεταφράσεις επεξεργασία