Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναβλύζω < αρχαία ελληνική ἀναβλύζω < ἀνά + βλύζω

  Ρήμα επεξεργασία

αναβλύζω

  1. (κυριολεκτικά) (για υγρά) ξεχύνομαι ορμητικά
     συνώνυμα: αναδύομαι, αναπηδώ, αναρροώ, ξεπετάγομαι, πηγάζω
  2. (μεταφορικά) αναδύομαι, πηγάζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία