Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναβλητικός η αναβλητική το αναβλητικό
      γενική του αναβλητικού της αναβλητικής του αναβλητικού
    αιτιατική τον αναβλητικό την αναβλητική το αναβλητικό
     κλητική αναβλητικέ αναβλητική αναβλητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναβλητικοί οι αναβλητικές τα αναβλητικά
      γενική των αναβλητικών των αναβλητικών των αναβλητικών
    αιτιατική τους αναβλητικούς τις αναβλητικές τα αναβλητικά
     κλητική αναβλητικοί αναβλητικές αναβλητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναβλητικός < αναβάλλω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

αναβλητικός, -ή, -ό

  1. που αναβάλλει
     συνώνυμα: διστακτικός
  2. που προκαλεί ή επιφέρει αναβολή

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία