Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναβιβάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναβιβάζω

  Ρήμα επεξεργασία

αναβιβάζομαι

Δείτε επίσης επεξεργασία