Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναβαθμολόγηση οι αναβαθμολογήσεις
      γενική της αναβαθμολόγησης* των αναβαθμολογήσεων
    αιτιατική την αναβαθμολόγηση τις αναβαθμολογήσεις
     κλητική αναβαθμολόγηση αναβαθμολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναβαθμολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναβαθμολόγηση < αναβαθμολογώ, αναβαθμολογη- + -ση (< -σις). Αναλύεται σε ανα- + βαθμολόγηση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.va.θmoˈlo.ʝi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐βαθ‐μο‐λό‐γη‐ση
παλιότερος συλλαβισμός: α‐να‐βα‐θμο‐λό‐γη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναβαθμολόγηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βαθμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία