Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Αναβαθμίδες για καλλιέργεια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναβαθμίδα οι αναβαθμίδες
      γενική της αναβαθμίδας των αναβαθμίδων
    αιτιατική την αναβαθμίδα τις αναβαθμίδες
     κλητική αναβαθμίδα αναβαθμίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναβαθμίδα < ανά + βαθμίδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναβαθμίδα θηλυκό

  1. σκαλοπάτι γεωργικής λοφόσκαλας
    κάθε μία οριζόντια διαμόρφωση πλαγιάς βουνού, ή λόφου, κατάλληλη έτσι για καλλιέργεια, ιδιαίτερα διαδεδομένη στη νησιωτική Ελλάδα
  2. κατώφλι κβαντισμένης μετάβασης

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία