Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναβάθμιση οι αναβαθμίσεις
      γενική της αναβάθμισης* των αναβαθμίσεων
    αιτιατική την αναβάθμιση τις αναβαθμίσεις
     κλητική αναβάθμιση αναβαθμίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναβαθμίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναβάθμιση < (καθαρεύουσα) ἀναβάθμι(σις) + -ση < αναβαθμίζω αναβαθμι- + -ση[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.naˈva.θmi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐βάθ‐μι‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναβάθμιση θηλυκό

  1. η βελτίωση κάποιου χαρακτηριστικού ή προσθήκη κάποιου νέου
  2. (γεωπονία) η αναβαθμίδωση, η δημιουργία αναβαθμίδων
  3. (πληροφορική) upgrade: η σημαντική βελτίωση, υλικού (hardware) και λογισμικού (software)
    1. (λογισμικό) η αντικατάσταση λογισμικού με νεώτερη έκδοση ή με άλλο πιο βελτιωμένο ή η προσθήκη λειτουργικότητας που αγοράζεται ξεχωριστά
      σημείωση: διαφέρει από την απλή ενημέρωση (update)
       αντώνυμα: καθαρή εγκατάσταση
    2. (υλικό υπολογιστή) η επέκταση του συστήματος με βελτίωση των πόρων του (μνήμη, επεξεργαστές, περιφεριακά, κλπ.) ή η πλήρης αντικατάστασή του με ένα μεγαλύτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία