Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέντιμος η ανέντιμη το ανέντιμο
      γενική του ανέντιμου της ανέντιμης του ανέντιμου
    αιτιατική τον ανέντιμο την ανέντιμη το ανέντιμο
     κλητική ανέντιμε ανέντιμη ανέντιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέντιμοι οι ανέντιμες τα ανέντιμα
      γενική των ανέντιμων των ανέντιμων των ανέντιμων
    αιτιατική τους ανέντιμους τις ανέντιμες τα ανέντιμα
     κλητική ανέντιμοι ανέντιμες ανέντιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανέντιμος < α στερητικό και έντιμος

  Επίθετο επεξεργασία

ανέντιμος -η -ο

  • εκείνος που ενεργεί με πλάγιο τρόπο χωρίς να τηρεί τους συμφωνημένους -ρητά ή σιωπηρά- κανόνες, ο ζαβολιάρης για κάτι σχετικά ασήμαντο, ο απατεώνας για κάτι πιο σοβαρό, ο άτιμος για θέμα ηθικής ή σοβαρής υποχρέωσης
  • αυτό ήταν ανέντιμο εκ μέρους σου

  Μεταφράσεις επεξεργασία