ανάσκητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανάσκητος < αρχαία ελληνική ἀνάσκητος
Επίθετο επεξεργασία
ανάσκητος, -η, -ο
- που δεν έχει ασκηθεί, δεν είναι ασκημένο
- ≈ συνώνυμα: άπειρος
- ≠ αντώνυμα: ασκημένος, πεπειραμένος
- που δεν έχει εξασκηθεί, δεν έχει γυμναστεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανάσκητος
αγύμναστος