Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάμειξη οι αναμείξεις
      γενική της ανάμειξης* των αναμείξεων
    αιτιατική την ανάμειξη τις αναμείξεις
     κλητική ανάμειξη αναμείξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναμείξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανάμειξη < μεταγενέστερη ελληνική ἀνάμειξις (ή ἀνάμιξις)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανάμειξη θηλυκό (& ανάμιξη για όσους δέχονται το μιγνύω και όχι το μειγνύω)

  1. το ανακάτεμα διαφόρων ουσιών για τη διαμόρφωση-σχηματισμό ενός μείγματος, συνήθως όχι με καλό σκοπό
    η ανάμειξη λαδιών τα νοθεύει κι εσύ νομίζεις ότι παίρνεις ελαιόλαδο αλλά αυτοί είναι ικανοί να έχουν βάλει μέσα ακόμα και πετρέλαιο
  2. η ενασχόληση με κάτι που υπονοείται ότι δεν είναι θετικό γενικά ή που δεν είναι θετικό για μια συγκεκριμένη περίπτωση
    Η ανάμειξή της στην πολιτική, μας την στέρησε από την ψυχιατρική έρευνα στην οποία ήταν άριστη
    Απαγγέλθηκαν κατηγορίες, αλλά εγώ τον ξέρω καλά τον άνθρωπο και πιστεύω ότι δεν έχει καμία ανάμειξη σε αυτή τη βρώμικη υπόθεση
  3. η παρέμβαση σε ξένες υποθέσεις, σε υποθέσεις που νομότυπα και ηθικά δεν έχει κάποιος λόγο επειδή αφορούν άλλη οικογένεια, άλλο έθνος, άλλο τομέα
    Ολα ξεκίνησαν με την ανάμειξη της Γερμανίας και των ΗΠΑ στα εσωτερικά της Ουκρανίας, θεωρούν οι Ρώσοι

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία