Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάγνωση οι αναγνώσεις
      γενική της ανάγνωσης* των αναγνώσεων
    αιτιατική την ανάγνωση τις αναγνώσεις
     κλητική ανάγνωση αναγνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναγνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανάγνωση < αρχαία ελληνική ἀνάγνωσις < ἀναγιγνώσκω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈna.ɣno.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανάγνωση θηλυκό

  1. η κατανόηση ενός γραπτού κειμένου, μέσα από την αναγνώριση των συμβόλων του
     συνώνυμα: διάβασμα
  2. η απόδοση ενός γραπτού κειμένου με προφορικό λόγο ενώπιον ενός ακροατηρίου ή όχι
  3. (σχολείο) το μάθημα στο οποίο οι μαθητές μαθαίνιυν να αποδίδουν προφορικά ένα γραπτό κείμενο
    • (συνεκδοχικά) το κείμενο του παραπάνω μαθήματος
  4. η κατανόηση των συμβόλων μιας άγνωστης ακόμη γλώσσας, η αποκρυπτογράφηση
  5. η πρώτη προσέγγιση των ρόλων ενός θεατρικού έργου, κατά την πρώτη κοινή συνάντηση των ηθοποιών που θα τους ερμηνεύσουν
  6. ο τρόπος ερμηνείας ενός μηνύματος με πολλές σημασίες
  7. η νομοθετική διαδικασία

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία