Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάγκη οι ανάγκες
      γενική της ανάγκης των αναγκών
    αιτιατική την ανάγκη τις ανάγκες
     κλητική ανάγκη ανάγκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανάγκη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνάγκη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈnaŋ.ɟi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νά‐γκη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανάγκη θηλυκό

  1. ό,τι μας επιβάλλεται, χωρίς να μπορούμε να το αποφύγουμε
    Αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες και έχει να καλύψει έντονες βιοποριστικές ανάγκες.
  2. (κατ’ επέκταση) δυσάρεστη κατάσταση
  3. (μεταφορικά, οικείο) η αφόδευση ή η ούρηση
    → δείτε τις λέξεις χοντρό και ψιλό

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
αναγκ- 

(Χρειάζεται επεξεργασία)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία