ανάβαθα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
ανάβαθα
- χωρίς μεγάλο βάθος
- (μεταφορικά) επιπόλαια
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ανάβαθα | ||
γενική | των | ανάβαθων | ||
αιτιατική | τα | ανάβαθα | ||
κλητική | ανάβαθα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ανάβαθα ουδέτερο στον πληθυντικό
- τα νερά δεν είναι βαθιά
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίρρημα
|
ουσιαστικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανάβαθος