αμύρωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αμύρωτος | η | αμύρωτη | το | αμύρωτο |
γενική | του | αμύρωτου | της | αμύρωτης | του | αμύρωτου |
αιτιατική | τον | αμύρωτο | την | αμύρωτη | το | αμύρωτο |
κλητική | αμύρωτε | αμύρωτη | αμύρωτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αμύρωτοι | οι | αμύρωτες | τα | αμύρωτα |
γενική | των | αμύρωτων | των | αμύρωτων | των | αμύρωτων |
αιτιατική | τους | αμύρωτους | τις | αμύρωτες | τα | αμύρωτα |
κλητική | αμύρωτοι | αμύρωτες | αμύρωτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αμύρωτος, -η, -ο
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μύρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμύρωτος