Δείτε επίσης: ἀμφισβητῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμφισβητώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμφισβητῶ,[1] συνηρημένος τύπος του ἀμφισβητέω < ἀμφίς / ἀμφί + βαίνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɱ.fi.zviˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμ‐φι‐σβη‐τώ

  Ρήμα επεξεργασία

αμφισβητώ, πρτ.: αμφισβητούσα, αόρ.: αμφισβήστησα, παθ.φωνή: αμφισβητούμαι, π.αόρ.: αμφισβητήθηκα, μτχ.π.π.: αμφισβητημένος

  1. δεν παραδέχομαι ή δεν αποδέχομαι κάποιον ισχυρισμό ή ότι κάτι που αναφέρθηκε έγινε πραγματικά
  2. εκφράζω αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις για την εγκυρότητα ή την ισχύ κάποιας δημόσιας αρχής

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία