Δείτε επίσης: ἀμφιβάλλω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμφιβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμφιβάλλω (αρχαία σημασία: ρίχνω τριγύρω, σε όλες τις μεριές, αγκαλιάζω) < ἀμφι-+ βάλλω. Συγχρονικά αναλύεται σε αμφι- + βάλλω.[1][2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɱ.fiˈva.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμ‐φι‐βάλ‐λω

  Ρήμα επεξεργασία

αμφιβάλλω, πρτ.: αμφέβαλλα, στ.μέλλ.: θα αμφιβάλω, αόρ.: αμφέβαλα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αμφί και βάλλω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αμφιβάλλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.