Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφίστομος η αμφίστομη το αμφίστομο
      γενική του αμφίστομου της αμφίστομης του αμφίστομου
    αιτιατική τον αμφίστομο την αμφίστομη το αμφίστομο
     κλητική αμφίστομε αμφίστομη αμφίστομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφίστομοι οι αμφίστομες τα αμφίστομα
      γενική των αμφίστομων των αμφίστομων των αμφίστομων
    αιτιατική τους αμφίστομους τις αμφίστομες τα αμφίστομα
     κλητική αμφίστομοι αμφίστομες αμφίστομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμφίστομος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμφίστομος

  Επίθετο επεξεργασία

αμφίστομος, -η, -ο

  1. (λόγιο) που έχει δύο κόψεις, που κόβει από δύο πλευρές
     συνώνυμα: δίκοπος
  2. που έχει δύο στόμια, δύο ανοίγματα
    Στη συνέχεια η Υπουργός μετέβη στο χώρο του υδραγωγείου και διέσχισε το μήκους 1.036 μέτρων αμφίστομο όρυγμα. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία