αμφίστομος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμφίστομος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμφίστομος
Επίθετο επεξεργασία
αμφίστομος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμφίστομος
|
αμφίστομος, -η, -ο
|