αμπογιάντιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμπογιάντιστος < α- στερητικό + μπογιατίζω / μπογιαντίζω
Επίθετο επεξεργασία
αμπογιάντιστος, -η, -ο
- που δεν έχει μπογιατιστεί, που δεν έχει βαφεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μπογιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμπογιάντιστος
|