αμνάδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμνάδα | οι | αμνάδες |
γενική | της | αμνάδας | των | αμνάδων |
αιτιατική | την | αμνάδα | τις | αμνάδες |
κλητική | αμνάδα | αμνάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμνάδα < (ελληνιστική κοινή) ἀμνάς
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμνάδα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αμνός