αμερικανίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμερικανίζω < Αμερικαν(ός) + -ίζω (μαρτυρείται από το 1890)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.me.ɾi.kaˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐με‐ρι‐κα‐νί‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
αμερικανίζω, πρτ.: αμερικάνιζε ελλειπτικό ρήμα, μόνο στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)
- φέρομαι ή ενεργώ σαν Αμερικάνος (από τις ΗΠΑ)
- κάνω κάτι αμερικανικό, όπως στις ΗΠΑ
Κλίση επεξεργασία
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | αμερικανίζω | αμερικάνιζα | θα αμερικανίζω | να αμερικανίζω | αμερικανίζοντας | |
β' ενικ. | αμερικανίζεις | αμερικάνιζες | θα αμερικανίζεις | να αμερικανίζεις | αμερικανίζε | |
γ' ενικ. | αμερικανίζει | αμερικάνιζε | θα αμερικανίζει | να αμερικανίζει | ||
α' πληθ. | αμερικανίζουμε | αμερικανίζαμε | θα αμερικανίζουμε | να αμερικανίζουμε | ||
β' πληθ. | αμερικανίζετε | αμερικανίζατε | θα αμερικανίζετε | να αμερικανίζετε | αμερικανίζετε | |
γ' πληθ. | αμερικανίζουν(ε) | αμερικάνιζαν αμερικανίζαν(ε) |
θα αμερικανίζουν(ε) | να αμερικανίζουν(ε) |
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη Αμερική
Μεταφράσεις επεξεργασία
φέρομαι σαν Αμερικανός
|
κάνω κάτι αμερικάνικο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)