αμαλγάμωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμαλγάμωση | οι | αμαλγαμώσεις |
γενική | της | αμαλγάμωσης* | των | αμαλγαμώσεων |
αιτιατική | την | αμαλγάμωση | τις | αμαλγαμώσεις |
κλητική | αμαλγάμωση | αμαλγαμώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμαλγαμώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμαλγάμωση < αμαλγαμώνω + -ωση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμαλγάμωση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αμάλγαμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμαλγάμωση
|