αμάρτημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμάρτημα < αρχαία ελληνική ἁμάρτημα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈmaɾ.ti.ma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμάρτημα ουδέτερο
- (θρησκεία) η παραβίαση ενός ηθικού κανόνα ή του θείου νόμου
- (κατ’ επέκταση) η παραβίαση οποιωνδήποτε κανόνων, αρχών κ.λπ.
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμάρτημα