αμάθεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμάθεια | οι | αμάθειες |
γενική | της | αμάθειας | των | αμαθειών |
αιτιατική | την | αμάθεια | τις | αμάθειες |
κλητική | αμάθεια | αμάθειες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμάθεια < αμαθής, αρχαία ελληνική ἀμαθία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμάθεια θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμάθεια