Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλωνιστικός η αλωνιστική το αλωνιστικό
      γενική του αλωνιστικού της αλωνιστικής του αλωνιστικού
    αιτιατική τον αλωνιστικό την αλωνιστική το αλωνιστικό
     κλητική αλωνιστικέ αλωνιστική αλωνιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλωνιστικοί οι αλωνιστικές τα αλωνιστικά
      γενική των αλωνιστικών των αλωνιστικών των αλωνιστικών
    αιτιατική τους αλωνιστικούς τις αλωνιστικές τα αλωνιστικά
     κλητική αλωνιστικοί αλωνιστικές αλωνιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλωνιστικός < θέμα αλωνισ- (< αλωνίζω) + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

αλωνιστικός -ή -ό

αλωνιστικά εργαλεία / αλωνιστική περίοδος
  • (ως ουσιαστικό) τα αλωνιστικά: τα χρήματα που ο ιδιοκτήτης του χωραφιού πληρώνει για το αλώνισμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία