Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλφαβητικός η αλφαβητική το αλφαβητικό
      γενική του αλφαβητικού της αλφαβητικής του αλφαβητικού
    αιτιατική τον αλφαβητικό την αλφαβητική το αλφαβητικό
     κλητική αλφαβητικέ αλφαβητική αλφαβητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλφαβητικοί οι αλφαβητικές τα αλφαβητικά
      γενική των αλφαβητικών των αλφαβητικών των αλφαβητικών
    αιτιατική τους αλφαβητικούς τις αλφαβητικές τα αλφαβητικά
     κλητική αλφαβητικοί αλφαβητικές αλφαβητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλφαβητικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αλφαβητικός

  1. που αναφέρεται ή ανήκει στο αλφάβητο
    αλφαβητικοί χαρακτήρες, αλφαβητική γραφή
  2. που είναι οργανωμένος ή ταξινομημένος κατά τα γράμματα του αλφάβητου
    αλφαβητικός κατάλογος, αλφαβητική σειρά

  Μεταφράσεις επεξεργασία