Δείτε επίσης: ἀλυτάρχης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλυτάρχης οι αλυτάρχες
      γενική του αλυτάρχη των αλυταρχών
    αιτιατική τον αλυτάρχη τους αλυτάρχες
     κλητική αλυτάρχη αλυτάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλυτάρχης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀλυτάρχης[1] < ἀλύτης + -άρχης (< ἄρχω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.liˈtaɾ.çis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λυ‐τάρ‐χης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλυτάρχης αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία