Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλυσοπρίονο τα αλυσοπρίονα
      γενική του αλυσοπρίονου των αλυσοπρίονων
    αιτιατική το αλυσοπρίονο τα αλυσοπρίονα
     κλητική αλυσοπρίονο αλυσοπρίονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλυσοπρίονο < άλυσος + πριόνιον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.li.soˈpɾi.o.no/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
εργάτης κόβει κορμό με αλυσοπρίονο

αλυσοπρίονο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία