Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλουμίνιο τα αλουμίνια
      γενική του αλουμινίου
αλουμίνιου
των αλουμινίων
    αιτιατική το αλουμίνιο τα αλουμίνια
     κλητική αλουμίνιο αλουμίνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλουμίνιο < (άμεσο δάνειο) αγγλική aluminium < λατινική alumen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂elud-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.luˈmi.ni.o/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλουμίνιο ουδέτερο

  1. (χημεία) ελαφρύ και ανθεκτικό υλικό (μέταλλο) που προέρχεται από κράμα αργιλίου
  2. (κατ’ επέκταση) αντικείμενο από αλουμίνιο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία