αλμανάκ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλμανάκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική almanach < αραβική المناخ (āl-manāḫ) < αρχαία ελληνική ἀλμενιχιακά (ημερολόγιο) (αντιδάνειο). Η συλλαβή -μαν- πιθανόν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mens- (απ’ όπου και το αρχαία ελληνική μήν-μήνας) < *me- (μετρώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλμανάκ ουδέτερο άκλιτο
- είδος ημερολογίου με ποικίλες πληροφορίες
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αλμανάκ στη Βικιπαίδεια