Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλλότριος η αλλότρια το αλλότριο
      γενική του αλλότριου της αλλότριας του αλλότριου
    αιτιατική τον αλλότριο την αλλότρια το αλλότριο
     κλητική αλλότριε αλλότρια αλλότριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλλότριοι οι αλλότριες τα αλλότρια
      γενική των αλλότριων των αλλότριων των αλλότριων
    αιτιατική τους αλλότριους τις αλλότριες τα αλλότρια
     κλητική αλλότριοι αλλότριες αλλότρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλλότριος < αρχαία ελληνική ἀλλότριος < ἄλλος

  Επίθετο επεξεργασία

αλλότριος, -α, -ο

  • (λόγιο) που δεν μας αφορά ή δεν ανήκει σ’ εμάς αλλά σε άλλους
    ※  Πώς διακρίνεται κάτι εντόπιο και ιθαγενές από κάτι αλλότριο και οθνείο; (Κωνσταντίνος Χριστόπουλος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, 2021 Ο εθνοκεντρικός λόγος στη νεοελληνική τέχνη: το έθνος ως εργαλείο ανάλυσης της τέχνης στη μεταπολεμική Ελλάδα [1]

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία