αλλοδοξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλλοδοξία < αρχαία ελληνική ἀλλοδοξία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλλοδοξία θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλλοδοξία
|
Δείτε επίσης : ἀλλοδοξία |
αλλοδοξία θηλυκό
|