Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλληλοδιδασκαλία οι αλληλοδιδασκαλίες
      γενική της αλληλοδιδασκαλίας των αλληλοδιδασκαλιών
    αιτιατική την αλληλοδιδασκαλία τις αλληλοδιδασκαλίες
     κλητική αλληλοδιδασκαλία αλληλοδιδασκαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλληλοδιδασκαλία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλληλοδιδασκαλία θηλυκό

  • η αμοιβαία διδασκαλία, διδασκαλία του καθενός προς τους άλλους, κατάσταση κατά την οποία ο καθένας διδάσκει στους άλλους κάτι που γνωρίζει

  Μεταφράσεις επεξεργασία