Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αλληλεπιδράσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλληλεπιδρώ
  2. θα αλληλεπιδράσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλληλεπιδρώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αλληλεπιδράσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αλληλεπίδραση