αλληλασφάλεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλληλασφάλεια θηλυκό
- αμοιβαία ασφάλεια, κατά την οποία ο κάθε ασφαλιζόμενος είναι ταυτόχρονα και ασφαλιστής
Δείτε επίσης : αλληλασφάλιση |
αλληλασφάλεια θηλυκό