Δείτε επίσης: ἀλλά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλλά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀλλά [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλ‐λά

  Σύνδεσμος επεξεργασία

αλλά (εναντιωματικός σύνδεσμος)

  • για να δηλώσει ότι ο όρος ή η πρόταση που ακολουθεί, υποδεικνύει οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που προαναφέρθηκε
    είναι έξυπνος αλλά τεμπέλης
    Θα πάω διακοπές το καλοκαίρι, αλλά μετά με περιμένει πολλή δουλειά.
    1. (και ως επιφώνημα) εκφράζει θαυμασμό (σχολιάζοντας μια ειπωμένη λέξη)
      Είχε κάτι μάτια γαλανά, αλλά τι γαλανά! Σκούρα μπλε!
    2. (και ουσιαστικοποιημένο) εκφράζει επιφύλαξη
      υπάρχει πάντα κι ένα αλλά
       συνώνυμα: εμπόδιο, → δείτε και την έκφραση ναι μεν, αλλά

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία