αλιευτικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλιευτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλιευτικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλιευτικό ουδέτερο
- ειδικό σκάφος - πλοίο για αλιεία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αλιευτικό
- αιτιατική ενικού του αλιευτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αλιευτικός