αλευροβιομήχανος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αλευροβιομήχανος | οι | αλευροβιομήχανοι |
γενική | του | αλευροβιομήχανου & αλευροβιομηχάνου |
των | αλευροβιομήχανων & αλευροβιομηχάνων |
αιτιατική | τον | αλευροβιομήχανο | τους | αλευροβιομήχανους & αλευροβιομηχάνους |
κλητική | αλευροβιομήχανε | αλευροβιομήχανοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλευροβιομήχανος < αλευροβιομηχαν(ία) + ος. Αναλύεται σε αλευρο- + βιομήχανος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλευροβιομήχανος αρσενικό ή θηλυκό
- ο ιδιοκτήτης αλευροβιομηχανίας
- (επάγγελμα) ο βιομήχανος παραγωγής αλεύρων
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλευροβιομήχανος
|