Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλεποπορδή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αλεποπορδ
ή
οι
αλεποπορδ
ές
γενική
της
αλεποπορδ
ής
των
αλεποπορδ
ών
αιτιατική
την
αλεποπορδ
ή
τις
αλεποπορδ
ές
κλητική
αλεποπορδ
ή
αλεποπορδ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλεποπορδή
< →
δείτε
τις λέξεις
αλεπού
και
πορδή
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.le.po.poɾˈði
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλεποπορδή
θηλυκό
είδος φαγώσιμου
μανιταριού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλεποπορδή
αγγλικά
:
puffball
(en)