Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλεξήνεμος η αλεξήνεμη το αλεξήνεμο
      γενική του αλεξήνεμου της αλεξήνεμης του αλεξήνεμου
    αιτιατική τον αλεξήνεμο την αλεξήνεμη το αλεξήνεμο
     κλητική αλεξήνεμε αλεξήνεμη αλεξήνεμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλεξήνεμοι οι αλεξήνεμες τα αλεξήνεμα
      γενική των αλεξήνεμων των αλεξήνεμων των αλεξήνεμων
    αιτιατική τους αλεξήνεμους τις αλεξήνεμες τα αλεξήνεμα
     κλητική αλεξήνεμοι αλεξήνεμες αλεξήνεμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλεξήνεμος < (ελληνιστική κοινήἀλεξήνεμος < ἀλέξω + ἄνεμος

  Επίθετο επεξεργασία

αλεξήνεμος

  1. (λόγιο) που προστατεύει από τον άνεμο
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (λόγιο) αλεξήνεμο: παρμπρίζ, ανεμοθώρακας, φέρινγκ

  Μεταφράσεις επεξεργασία