Δείτε επίσης: ἀλείφω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλείφω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀλείφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂leibʰ-

  Ρήμα επεξεργασία

αλείφω (παθητική φωνή: αλείφομαι)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία