Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλγόριθμος οι αλγόριθμοι
      γενική του αλγόριθμου
αλγορίθμου
των αλγόριθμων
αλγορίθμων
    αιτιατική τον αλγόριθμο τους αλγόριθμους
αλγορίθμους
     κλητική αλγόριθμε αλγόριθμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλγόριθμος < (άμεσο δάνειο) γαλλική algorithme < παλαιά γαλλική algorisme (συνδυάστηκε λανθασμένα με την ελληνική λέξη αριθμός) < μεσαιωνική λατινική algorismus < από το όνομα του Πέρση μαθηματικού Al-Khwārizmī (που σημαίνει κατά λέξη: ο καταγόμενος από την περιοχή Kharazm)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλγόριθμος αρσενικό

  • (μαθηματικά, πληροφορική) μια πεπερασμένη σειρά από εντολές για την ολοκλήρωση ενός συγκεκριμένου έργου[1]
    Για τη σαφή διατύπωση των αλγορίθμων, αν και ο φυσικός λόγος μπορεί να χρησιμοποιηθεί με σαφήνεια, χρησιμοποιούμε ψευδοκώδικα[1]

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Γεώργιος Βούρος (Πάτρα 2002), «Διακριτά Μαθηματικά», σελ. 77. Προσπέλαση 2020-03-03