Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αλαμπουρνέζικα
      γενική των αλαμπουρνέζικων
    αιτιατική τα αλαμπουρνέζικα
     κλητική αλαμπουρνέζικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλαμπουρνέζικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλαμπουρνέζικος στον πληθυντικό

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.la.buɾˈne.zi.ka/
ΔΦΑ : /a.lam.buɾˈne.zi.ka/ [1]
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λα‐μπουρ‐νέ‐ζι‐κα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλαμπουρνέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αλαμπουρνέζικα

  Αναφορές επεξεργασία