Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλαλούμ < αρμενική աղալ (αλέθω· τοπική ενικού: աղալում: ałalum)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλαλούμ ουδέτερο άκλιτο

  • (λαϊκότροπο) σύγχυση, ανακατωσούρα
    ※  Πάντως, ο δήμαρχος πρέπει επειγόντως να κάνει κάτι γι’ αυτήν την ασυδοσία στις φωτεινές ταμπέλες, για την αφισορρύπανση και τις ανεξέλεγκτες διαφημίσεις που δημιουργούν ένα αισθητικό αλαλούμ. (Κώστας Ακρίβος (2001) Πέντε δρόμοι, μία ρότα, ένα Αίνιγμα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία