αλαζονεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλαζονεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλαζονεία < ἀλαζονεύομαι < ἀλαζών
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.la.zoˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λα‐ζο‐νεί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλαζονεία θηλυκό
- το να θεωρεί κανείς τον εαυτό του ανώτερο, να συμπεριφέρεται σαν αλαζόνας
- ※ Παρά το θαυμασμό μου για τον ομιλητή, είχα το θράσος και την αλαζονεία να αμφισβητήσω νοερά τα λεγόμενά του. (Τεύκρος Μιχαηλίδης (2006) Πυθαγόρεια Εγκλήματα [μυθιστόρημα])