Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλάθευτος η αλάθευτη το αλάθευτο
      γενική του αλάθευτου της αλάθευτης του αλάθευτου
    αιτιατική τον αλάθευτο την αλάθευτη το αλάθευτο
     κλητική αλάθευτε αλάθευτη αλάθευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλάθευτοι οι αλάθευτες τα αλάθευτα
      γενική των αλάθευτων των αλάθευτων των αλάθευτων
    αιτιατική τους αλάθευτους τις αλάθευτες τα αλάθευτα
     κλητική αλάθευτοι αλάθευτες αλάθευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλάθευτος < (στερητικό) α- + λαθεύ(ω) + -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈla.θe.ftos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λά‐θευ‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

αλάθευτος, -η, -ο

  • που είναι ο αλάθητος, αλάνθαστος, χωρίς ψεγάδι, που δεν έχει λάθη
    ※  Γιατί με χέρι αλάθευτο ηθέλησεν η φύση, της νιότης τ' άνθια ολόβολο προικιό να σου χαρίσει (Γιάννης Βηλαράς, "Σαν πεταλούδα στη φωτιά")

  Μεταφράσεις επεξεργασία